Wednesday, October 30, 2024

Χαρακιά


 

Σήμερα μου συνέβη μια ιστορία, απ'αυτές που θυμάσαι όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είχα ανέβει στ' Ανώγεια [για όσους δεν ξέρουν] ένα απ'τα -πολλά- χωριά της Κρήτης που μαρτύρησαν από τις θηριωδίες των Ναζί πριν από 80 περίπου χρόνια· βάφτιζε η ξαδέρφη μου την κόρη της.

 

Ο καιρός μουντός, συννεφιασμένος, θά'λεγες φθινοπωρινός. Η πλατεία σχεδόν άδεια, και λίγα γερόντια καθισμένα στα γύρω καφενεία, χάζευαν τους «ξενομπάτηδες» που ήρθαν να χαλάσουν τη βολή τους. Οι καλεσμένοι, λίγοι κι αυτοί είχαν στριμωχτεί με μάσκες μέσα στο ξωκκλήσι.

 

Επειδή δεν τά'χω καλά με τα «μυστήρια», είχα αφήσει τους «μεγάλους», τα κεριά και τις εικόνες· είχα βρει ένα πεζούλι στα σκαλιά κι έκανα το χάζι ντως. Για συντροφιά, έκαμα να στρίψω και ν'ανάψω ένα τσιγάρο. Έκατσα σταυροπόδι, άνοιξα το τσαντάκι, κι έβγαλα την πραμάθεια μου.

 

Πάνω πού'χα τελειώσει με μαεστρία το τύλιγμα και το «σάλιωνα», ένα χέρι μού'γγιξε στον ώμο άγαρμπα και μια τραχιά, χωριάτικη φωνή μου είπε: «Μρε ντελικανή, να μου σάσεις και μένα ένα»; «Να σου σάσω -του λέω- κάτσε». Σηκώνω το κεφάλι και θωρώ· ένα «γερόντι» τση πλατείας.

 

Έκατσε δίπλα μου, σκυφτός, μαυριδερός, μ'ένα παχύγκριζο μουστάκι. Τα ρούχα μαύρα και παλιά, και τα στιβάνια σκονισμένα. Τα χέρια του, το πρόσωπο, ήτανε τόσο ρυτιδιασμένα που νόμιζες ότι τον έχει «χαρακώσει» ο χρόνος, η ζωή κι οι κακουχίες. Γυρνά, και με ρωτά· «Έτοιμο»;

 

Του δίνω το τσιγάρο και βγάζω απ'τη τσέπη τη φωθιά. Ανάβω πρώτα το δικό του -με προσοχή να μην του «λαμπαδιάσω» το μουστάκι σαν την αστιβίδα- κι ύστερα ανάβω το δικό μου. Δε λέει πράμα, και τραβά δυο τζούρες ίσαμε τσι πατούχες. Αφού ξεφυσά, μου λέει: «Στσι χαρές σου».

 

«Νά'σαι καλά» του λέω, και συνεχίσαμε τα τσιγάρα μας. Δε μιλούσαμε για λίγο, σαν κάτι φιλαράκια που κάνουν μαζί μια διαολιά και διασκεδάζουν. Εγώ συνέχισα να τον παρατηρώ κι εκείνος το κατάλαβε. Ήθελε όμως ακόμα κάνα δυο τζούρες πριν μ'αποτελειώσει για το «ανήσυχό» μου βλέμμα.

 

«Μρε συ, πώς σε λένε;» με ρωτά κάποια στιγμή χωρίς να με κοιτάξει. 

«Κωστή» του λέω. 

«Κι είσαι παντρεμένος Κωσταντή γή μοναχός»; 

«Αμοναχός» ψελλίζω. 

«Χμμμ» μου λέει και με κοιτά τούτη τη φορά: 

«Κι ήντα περιμένεις; Ο χρόνος γλακά σαν το λαγό στα όρη». Χαμογέλασα διακριτικά.

«Πόσο χρονώ είσαι»; ρωτά με 

«44». 

«Τα 40» μου λέει «είναι τα γηραθιά τση νιότης». 

«Και μετά;» του λέω.. «εκεί στα 50, 60»; 

«Μετά» μου λέει.. «μετά αρχίζει η νιότη τω γηραθιώ»

 

Πέταξε τη γόπα κάτω, την πάτησε με το στιβάνι κι έφυγε πάλι για τον καφενέ.. 

 

Μ'άφησε μ'αυτή τη σκέψη..

Monday, December 18, 2023

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς




Συνίσταται εν Πειραιεί υπό τον τίτλον "Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς" Σωματίoν, ούτινος σκοπός είναι η ανάπτυξη της σωματικής αγωγής παρά την νεολαία και η κατά πάντα φίλαθλον τρόπον εξύψωσης αυτής.


ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς
1925

~



Ο λόγος που ξεκινάω έτσι είναι για να στείλω τον σεβασμό μου και την αγάπη μου στις 21 οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους εκείνο το σκοτεινό απόγευμα στις 8.2.1981.

Thursday, July 12, 2018



«Συγχωρεμένος» ;;;
Μπα δε νομίζω.. Μπορεί στο μυαλό σου να μ'έχεις εκεί τοποθετήσει, οκ. Χούμορ που γίνεται χοντράδα. Είτε το ένα είτε το άλλο, και τα δυο αρχίζουν με "Χ".

Χούμορ θα μπορούσε.
Κι όμως κι αυτό, έχει τα όριά του. Ειδικά σε κάποιον άνθρωπο, δίπλα σου, που έχει κάνει αιωνιότητα έστω και μια στιγμή μαζί σου. Μετά χάνεται ο σεβασμός.. Όχι τόσο ως προς τον άλλο, αλλά όσο προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι αυτός δεν αξίζει κάτι τέτοιο, παρά μόνο το καλύτερο! 
Διαφορετικά.. χοντράδα θα μπορούσε.

Πολύ γρήγορα με πέρασες στη σφαίρα του «συγχωρεμένου». Βιαστικά και απερίσκεπτα. Κι αν εσύ απότομα βύθισες τον εαυτό σου στα σκοτάδια, εγώ το ίδιο δε θα κάνω. Επειδή έφυγες κι έριξες παντού συρματοπλέγματα, ήθελα να σου πω πως είμαι εδώ, με σκισμένες τις σάρκες μου παντού και ματωμένος· γύρισα.

Θέλω να είσαι καλά, κι όμως δεν είσαι. Σε βλέπω να απομακρύνεσαι, δε σε νιώθω κοντά μου. Όχι γιατί σου τέλειωσε -αυτό ψυχή μου δεν τελειώνει- μα γιατί σε βλέπω να θες τα κομμάτια σου να φας. Πού πήγε αλήθεια το χαμόγελό σου, το χιούμορ σου, ο σεβασμός ως προς το πρόσωπό σου; Αυτή η ευγενική γυναίκα που αναγνώριζε κάθε τι όμορφο, κι εξέφραζε μια γαλήνια ευγνωμοσύνη στο πρόσωπό της; Αυτή που ήξερα δε μιλούσε άκομψα, απότομα, δεν φτιασίδωνε τα λόγια της ποτέ με ειρωνεία.. Την τελευταία φορά που σε είδα, σ'άρπαξε μια γριά κακιά μάγγισα ρακένδυτη, κι άρχισε απ'τα μαλλιά να σε τραβάει και να σε παρασέρνει στο σκοτάδι.. Σε πέταξε στα κύματα, και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Δεν πρόλαβα καν ούτε το χέρι να σου δώσω.. Φοβήθηκα τα σκοτάδια σου; Με τρόμαξαν τα ουρλιαχτά σου, καθώς σε κατάπινε του εαυτού σου το ναυάγιο; Μπορεί αυτό. Δεν άργησα όμως να καθησυχάσω τις τρομοκρατημένες σκέψεις μου, να παλέψω με τους δαίμονες, σ'ακολούθησα σιωπηλά, γθάρθηκα, μάτωσα, μα βρήκα φως κι ήρθα να σε ψάξω. Το ξέρω είσαι ακόμα ζωντανή, παλεύεις με τα κύματα, πως δεν τα παρατάς. Μονάχα άκου αυτά που θέλω να σου πω:

Σ'ευχαριστώ που ήσουν εκεί, σε μια επεισοδιακή στιγμή της ζωής μου δίπλα σ'ένα ανήσυχο κομμάτι του εαυτού μου. Σε ευχαριστώ που ήσουν εκεί και μοιράστηκες απλόχερα κι αυθόρμητα ένα δυνατό γέλιο σου μαζί του. Αυτό το γέλιο σου, ήταν ένα βάλσαμο στις καταθλιπτικές πληγές του.. Σε ευχαριστώ που έκανες τον πόνο του χαρά, και του δίδαξες πώς δεν πρέπει να ξεχνά να γελά με την καρδιά του και να είναι ευγνώμων με όλα αυτά που παίρνει κάθε μέρα απ'τη ζωή.

Το νιώθω κάπου εκεί έξω είσαι και ουρλιάζεις για βοήθεια. 
Είμαι εδώ. Θα σε σκέφτομαι και θα σ'αγαπώ για όλο αυτό που μοιράστηκες μαζί μου. Κι αν κάποια στιγμή νιώσεις ξεπνεμένη, κουρασμένη, χωρίς ανάσα στα κύματα που σε δέρνουν και σε παρασέρνουν, ένα να θυμάσαι, όταν τα δάκρυα ξεπλένουν τα αλάτια από τα δυο σου μάτια: 

«Συγχωρεμένος» δεν είμαι. Δεν ήμουν ποτέ, και ούτε θα υπάρξω.

Ένας Φάρος είμαι· ο Φάρος σου.
Το Φως που φέγγει στα σκοτάδια σου!

Sunday, February 14, 2016

«Όλη η Γης σήμερα μου φαίνεται μια Πομπηΐα, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη»



Ενενήντα χρόνια μετά -κοντά ολάκερο αιώνα- θέλω να συνδέσω τους Pink Floyd με την έκρηξη που ακολουθεί.
________________________________



~ ~ Νίκος Καζαντζάκης ~ ~

Πρόπερσι, μιάν ανοιξιάτικη μέρα, ένοιωσα απροσδόκητη χαρά πλανώμενος στα ερείπια της Πομπηΐας:

Ο ουρανός ήταν αλαφρά συνεφιασμένος, τ΄ανοιξιάτικα χόρτα είχαν σκεπάσει τα κατώφλια και τις αυλές, οι δρόμοι ήταν όπως μου αρέσουν έρημοι κι εγώ γύριζα ολομόναχος στην αδειανή πολιτεία, χτυπώντας το ραβδί μου στις πέτρες, σφυρίζοντας.

Τα σπίτια ήταν ανοιχτά, χωρίς πόρτες, χωρίς σκύλους, χωρίς νοικοκύρηδες. Έμπαινα, έβγαινα, ήμουνα ευτυχής. Οι ταβέρνες, οι ναοί, τα θέατρα, τα λουτρά, όλα έρημα. Στους τοίχους κρατούσαν ακόμα, μέσα σε ξέθωρες μπογιές, γυμνές χορεύτρες, ηλίθια ερωτόπουλα, πετεινοί και σκύλοι, θεοί κι αδιάντροπες χτηνοβασίες.

Κάποιος ήρθε πλάϊ μου και μου είπε ξαφνικά: “Ετσι να δώση ο Θεός να περπατήσω στο Παρίσι και στη Λόντρα και να μιλώ ρούσικα στους συντρόφους”.

Ανατρίχιασα και φοβερό προαίσθημα κυρίεψε την καρδιά μου.

Τα κελάρια της Πομπηΐας ήταν γιομάτα· οι γυναίκες ήταν ξετσίπωτες, νιολουσμένες και στείρες· οι άντρες ήταν έμποροι πονηροί, ειρωνικοί και κουρασμένοι. Οι θεοί όλοι-Ελληνες, Αφρικανοί κι Ασιάτες ήταν εκεί μπουλούκι, μαζωμένοι σε δημοκρατικήν αθλιότητα, άπιστοι, δειλοί και μοίραζαν μεταξύ τους, πονηρά χαμογελώντας, τα πρόσφορα και τις ψυχές των ανθρώπων. Ολη η πολιτεία ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του Βεζούβιου και χαχάριζε ανέγνοιαστη.

Ολη η Γης σήμερα μου φαίνεται μια Πομπηΐα, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης με τις άθλιες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις φάμπρικες, με τις αρρώστειες; Γιατί να ζούνε όλοι τούτοι οι έξυπνοι έμποροι, γιατί να μεγαλώσουν όλα τούτα τα παιδιά και να καθήσουν κι αυτά στη θέση, που κάθουνταν οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, στα πορνεία; Ολη τούτη η ύλη εμποδίζει το πνέμα να περάση. Ο,τι πνέμα είχε, το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό-ιδέες, θρησκείες, ζωγραφιές, μουσική, πράξη. Τώρα ξεθύμανε. Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το σωρό τούτο, νʼ ανοίξουν καινούργια κοίτη στο πνέμα!

Μέσα στο στήθος μου ένοιωσα για πρώτη φορά ένα όρνιο σκληρό, αρπαχτικό, που πεινάει και δεν αγαπάει τους ανθρώπους. Είδα με καθαρό, χαρούμενο μάτι το σημείο του ανθρώπινου ξετυλιμού, όπου έλαχε να γεννηθώ, τη φοβερή τούτη κρίσιμη στιγμή, όπου ένας κόσμος σαπίζει κι είναι έτοιμος να πέση κι ένας άλλος κόσμος, σκοτεινός, άγριος, συντάζεται νʼ ανεβή.

Βλέπω τα πλήθη, που υποφέρουν και πεινούν, να χυμούν στο στρωμένο τραπέζι, όπου οι αφεντάδες κάθουνται ναρκωμένοι, δυσκίνητοι από το βαρύ φαγοπότι. Η στιγμή τούτη είναι η πιο γόνιμη και τη γεύομαι αργά, βαθύτατα: Η χίμαιρα φλογίζει τα πρόσωπα, που κάνουν έφοδο· οι άλλοι, εκείνοι που κάθουνται, γρικούν ξάφνου τη βουή και στρέφουνται. Στην αρχή γελούν, ύστερα χλωμιάζουν σκύβουν ανήσυχοι κάτου και διακρίνουν-οι δούλοι τους, οι εργάτες, οι κολίγοι, οι παραμάνες, οι μαγέρισσες, οι δούλες ανεβαίνουν. Ιερή στιγμή! Οι μεγαλύτεροι άθλοι στη σκέψη, στην τέχνη και στην πράξη τελέστηκαν στο ορμητικό τούτο ανηφόρισμα του ανθρώπου.

Ευθύς ως στρωθούν στα τραπέζια και τούτοι, θʼ αρχίσουν να παχαίνουν και να ναρκώνουνται. Κι άλλα πλήθη τυραννισμένα θα σηκωθούν πάλι από το χώμα και θα πηγαίνουν πάλι μπροστά η Πείνα, η Χίμαιρα, η Αδικία-οι Αρχηγίνες των ψυχών.

Κι έτσι αιώνια, ρυθμικά, ακατάπαυτα.

Οταν πολεμώ ν΄ αγκαλιάσω, όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο, που ανεβάζει και σπρώχνει όλα τούτα τα κύματα των ανθρώπων-δέος με κυριεύει.

Πώς μπορώ να βρω ένα ρυθμό μέσα σε όλη τούτη την καταιγίδα, που να σιγάζη τα φοβερά προαισθήματα της καρδιάς μου;

Σκύβω, περιορίζω τη ματιά μου στο μικρό τούτο αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχήν όπου ζω, και μάχομαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος. Ετσι ίσως μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να εχτελέση κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται με τον αιώνιο ρυθμό. Βαθύτατα νοιώθω: ένας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, στα ζώα, στους ανθρώπους, και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος τούτος παίρνει και νέα όψη. Σήμερα η όψη του είναι τούτη: Είναι αρχηγός της σκοτεινής προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει.

Μια πίστη καινούρια, που καμιά σχέση δεν έχει με τις αναγνωρισμένες θρησκείες, πνέει απάνου στη γης. Σιγά αδιόρατα, οι επαφές των ανθρώπων αλλάζουν. Η ηθική, η αγωγή, οι δεσμοί έργου και εργάτη, ατόμου και συνόλου, μάχουνται να πάρουν νέαν όψη.

Κρίσιμη, οδυνηρή είναι τούτη η στιγμή, που περνούμε. Ο άνθρωπος από κύριος εκατάντησε δούλος της μηχανής. Πιάστηκε στους τροχούς της, δε μπορεί πια να ξεφύγη. Ξαπόλυσε τις δαιμονικές δυνάμεις της ύλης και τώρα δε μπορεί πια να τις υποτάξη στη μυστική ποιότητα, στην ψυχή του. Το πνέμα που λευτέρωσε την ύλη, τώρα υλοποιείται αυτό, γίνεται παράρτημα της μηχανής που εφεύρε, την ακολουθάει σαν ύλη.

Πολλοί ονειροπόλοι προτείνουν: - “Η μόνη σωτηρία είναι να γυρίσωμε στην παλιάν απλότητα, να λιγοστέψωμε τις ανάγκες μας, να ξορκίσωμε την πολυπλοκότητα τούτη της ζωής, που δε μας αφήνει μιας στιγμή ελεύτερους. Ετσι μονάχα το κάθε κομμάτι της ύλης, που θα δουλεύη ο άνθρωπος θα γιομίζει ψυχή. Πως δούλευαν στον μεσαίωνα; Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο ζωντάνευαν, αλάφρωναν, γίνονταν πνέμα κάτου από την υπομονετικήν, ερωτικήν αναπνοή του εργάτη. Ας ακολουθήσωμε και μεις το δρόμο τούτο· ας γυρίσωμε πίσω!”.

Ολα ταύτα μου φαίνονται ρωμαντικές, επιπόλαιες λαχτάρες. Νʼ απλοποιήσωμε τη ζωή μας, να γυρίσωμε πίσω στο μεσαίωνα, στις αγάπες των πρώτων χριστιανών ή ακόμα πιο πίσω στην πρωτόγονη κοινοχτημοσύνη και κοινογαμία των άγριων-όλα τούτα είναι φαντασίες ανίκανων ανθρώπων-. Η ζωή ποτέ δε γυρίζει πίσω· πάει μπροστά, συντρίβοντας όσους δε μπορούν νʼ ακολουθήσουν. Ας πάμε μαζί της! Κι ακόμα πιο πολύ: ας τη σπρώξωμε να πάη πιο πέρα! Ετσι μονάχα θα τη βοηθήσωμε να περάση την περίοδο τούτη της μηχανοποίησης και να λευτερωθή. Η λύση πάντα βρίσκεται μπροστά, ποτέ πίσω.

Ο εργάτης δε μπορεί σήμερα, όπως στο μεσαίωνα, νʼ αγαπήση το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή, με έρωτα, την ύλη. Αμοιβή του θεωρούσε όχι μονάχα το μεροκάματο, μα πολύ περισσότερο: την αναγνώριση των ανθρώπων, ή της πολιτείας, που τούδωκαν την παραγγελία. Κι ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή ένοιωθε την ίδια του εσωτερική χαρά, δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο έργο.

Σήμερα ο εργάτης καμιά τέτοια εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό νάχη; Δουλεύει χρόνια, από το πρωί έως το βράδυ, κάνει την ίδια κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, μήτε τον μέλει για την ωραιότητα ή την ωφέλεια της δουλειάς του. Γιατί να τον ενδιαφέρη; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά καμιάν αξία δε μπορεί νάχη θεμελιώδη στην ποιότητα του όλου έργου.

Ακόμα πιότερο: μισεί το έργο, που κάνει· γιατί νοιώθει πως ολοένα το έργο τούτο τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα, γιατί ξέρει, πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν δυό τρεις κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, γενεές γενεών, θʼ αποχτηνώνουνται και θα φτωχοζούν, μεροδούλι-μεροφάϊ. Επομένως η μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψη όσο μπορεί τις ώρες της εργασίας του και να μεγαλώση όσο μπορεί το μεροκάματό του. Πουλάει την ψυχή και το σώμα του μονάχα για υλική συντήρηση, για να μην πεθάνη της πείνας. Αλλη αμοιβή δε μπορεί να περιμένη από το έργο του.

Μην του πήτε για να τον παρηγορήσετε, πώς δουλεύει για την κοινωνία και για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη, που τόσο άνομα έχει μοιράσει τις απολαυές και τους κόπους, που έχει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση της πείνας, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το Κράτος, που υποστηρίζει ωρισμένη κοινωνική τάξη, τους κεφαλαιούχους και τους αστούς, ίσα-ίσα τους ανθρώπους, που κερδοσκοπούν κι εκμεταλλεύουνται την πείνα του.

Τι πρέπει να γίνη; Οπως γρηγόρεψε ο ρυθμός της ζωής, ανάγκη άπειροι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτου στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίση πίσου ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι αγάπη, αδύνατο. Νʼ ανεχτή τη σημερινή αδικία και φρίκη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα πια μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει· τίποτα πια δε μπορεί να τους δώση εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γη τούτη είναι κόλαση, η γη τούτη είναι κι η Παράδεισο. Εδώ πρέπει να ξεσπάση η αμοιβή κι η τιμωρία.

Στα φοβερά εργαστήρια της σάρκας τους, που είναι ακόμα όλο βάρος και μίσος, δουλεύονται μέσα στη δυστυχία τα νέα οράματα. Μετατοπίζουνται οι αρετές, δημιουργούνται καινούργιες, τρεκλίζουν οι παλιές ελπίδες, η πατρίδα παίρνει νέο πρόσωπο.

Αργά μέσα στα σκεβρωμένα τούτα από τη δουλειά κι από τη θλίψη στήθεια, ουρμάζει ο νέος δεκάλογος. Ο παλιός γάμος έχασε πια τη γοητεία του· δεν έχει πια καιρό το αντρόγυνο νʼ απομείνη μονάχο του, δίχως έγνοιες-η πείνα, η δουλειά, η αμάθεια, το κρασί, τα παιδιά, παίρνουν ξοπίσου τους ανθρώπους. Πώς να κοιταχτούν ήσυχα, γλυκά, πολλήν ώρα, όπως στις παλιές ιστορίες;

Τα παιδιά δουλεύουν από μικρά, στρεβλώνουνται τα τρυφερά σώματα η ψυχή ξεχνουδίζει. Οι γυναίκες αφήνουν τα σπίτια τους ξημερώματα, δουλεύουν με άλλες γυναίκες, με άλλους άντρες, γυρίζουν κουρασμένες τη νύχτα. Σβήνει το πατροπαράδοτο τζάκι, η γυναίκα χάνει την πιο μυστική της αξία.

Η πατρίδα δεν είναι πια η γλυκύτατη γωνιά της γης-ο εργάτης είναι δεμένος με τη φάμπρικα και με τη μηχανή, γυρίζει από τόπο σε τόπο, νοιώθει, πως αυτό που λεν οι αστοί πατρίδα είναι τα χωράφια, τα σπίτια, οι φάμπρικες των ανθρώπων, που μισεί.

Ετσι “λευτερώνουνται”, αδειάζουν από την έγνοια της πατρίδας και της οικογένειας. Και όχι μονάχα οι εργάτες. Σιγά, σιγά κι άλλες τάξες φτωχές, που δουλεύουν, παρασέρνουνται μέσα στο σύχρονο στρόβιλο. Στηρίζουνται μονάχα στους εαυτούς των-μήτε στο Θεό, μήτε στην πατρίδα, μήτε στην οικογένεια. Ξέρουν, αν δεν έχουν δύναμη να δουλέψουν, θα πεθάνουν στο δρόμο. Είτε άντρες, είτε γυναίκες, είτε παιδιά. Η ικανότητα των χεριών και του μυαλού τους-τίποτα άλλο δε μπορεί να τους σώση.

Τίποτα άλλο; Γρήγορα νοιώθουν πώς ένας μονάχος δεν έχει καμιά δύναμη. Μα αν σμίξη με άλλους, όμοιους με αυτόν, αν γίνουν ένα πλήθος μεγάλο, τότε οι άλλοι-οι πλούσιοι εκμεταλλευτές, οι εχτροί-θα φοβηθούν και θα σεβαστούν το δίκιο του. Κι αρχίζει η οργάνωση, σμίγουν οι αδύνατοι κι οι αδικούμενοι γίνεται η φοβερή ετοιμασία.

Κάτου από τα σύνορα της πατρίδας λαγούμια ανοίγουνται, κατακόμπες καινούργιες και σμίγουν, αλλόφυλοι, αλλόγλωσσοι γύρω από το κρασί της νέας κοινωνίας. Οπως οι χριστιανοί δε ρωτούσαν αν είσαι ιουδαίος ή έλληνας, λεύτερος, γή σκάβος, μα χώριζαν τους ανθρώπους σε δύο, σε πιστούς και σε άπιστους όμοια σήμερα συντάζεται μια νέα τάξη πιστών-οι Συντρόφοι. Κοινές ελπίδες τους σμίγουν, κοινό μίσος. Πειθαρχούν, όπως όλοι όσοι πιστεύουν: η προσωπικότητά τους υποτάζεται στο σύνολο. Νοιώθουν, ετοιμάζουνται για έφοδο.

Ομως υπάρχουν πλήθος χωριάτες, που είναι έτοιμοι να ριψοκιντυνέψουν τη ζωή τους για την πατρίδα· γιατί μέσα στην πατρίδα είνε το χωράφι τους. Υπάρχουν και άλλοι, που κάθουνται στα τραπέζια και χαίρουνται, δυνατά ωργανωμένοι. Ολοι τούτοι στη μεγάλη στιγμή θʼ αντισταθούν, όσο χρειάζεται για να γίνη με την αντίσταση και με το αίμα πιο γόνιμη η νίκη. Μα όλη η φόρα του Σύμπαντος είναι ενάντιά τους-έφαγαν, ήπιαν, δημιούργησαν ένα πολιτισμό, ξεθύμαναν. Εφτασε η στερνή μορφή του χρέους των: να εξαφανιστούν.

Ετσι αγναντεύοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε πιο είναι το σύγχρονο χρέος μας: α) Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό, ενάντια στην αστική τάξη. Εκαμαν το χρέος τους, τώρα γινήκαν εμπόδια στο πνέμα. β) Καμιά αηδία κι απογοήτευση από την συνεργασία μας με τους προλετάριους. Είναι σκοτεινοί, σκληροί, ακάθαρτοι, θέλουν να πάρουν την εξουσία για νʼ αδικήσουν και αυτοί, να γλεντήσουν, σαν τους άλλους. Μα τί σημαίνει; Είναι τα σύχρονα θεοφόρα μεταγωγικά. Θα ξελαγαρίση η βαρειά τούτη ύλη, θα γίνη πνέμα, θα δημιουργήση νέον πολιτισμό-πριχού ξαναγυρίση στο χτήνος.

Σέβας με κυριεύει. Μέσα στις μάζες τούτες καθαρά ξεχωρίζω την κραυγή του Αόρατου, που ανεβαίνει. Αν ζούσα άλλους αιώνες, την κραυγή τούτη θα την ξεχώριζα μέσα στις μάζες των νοικοκυραίων, των βιομηχάνων, των εμπόρων, που ανέβαιναν τότε και θα συμμαχούσα μαζί τους. Μια προσπάθεια αιώνια, ανώτερη από τον άνθρωπο πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται απο άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθή και να καρπίση κι ύστερα το συντρίβει, σαν άχρηστο.

Αυτήν την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχομε νʼ ακολουθούμε, να βοηθούμε, να συνεργαζόμαστε μαζί της. Σήμερα έχει αρπάξει τα πλήθη, που δουλεύουν και πεινούν-τα πλήθη αυτά σήμερα είναι το ακατέργαστο υλικό της.

Την αδυσώπητη τούτη προσπάθεια δε μπορούν οι μάζες να τη διακρίνουν. Της δίνουν διάφορες μικρές ονομασίες, για να μπορέσουν να την κάμουν νοητή στο στενό μυαλό τους κι αγαπητή στις ταπεινές τους ανάγκες.

Την ονομάζουν ευτυχία, δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη. Μα ο αόρατος Αγωνιζόμενος, αφίνοντας τα δολώματα τούτα να γοητεύουν και να γκαρδιώνουν τις μάζες, μάχεται σκληρός κι ανήλεος να διαπεράση τις σάρκες τούτες, να δημιουργήση απʼ όλες τις σύγχρονες κραυγές της πείνας και της οργής ένα λόγο ελευθερίας.

"ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ" φυλλάδιο 2 - Οκτώβρης 1926



Monday, December 28, 2015

Δύο κόσμοι, δυο ευχές.





Πολύ λεπτή. Ισορροπία που κρέμεται από μία κόκκινη κλωστή.
Δεν ξέρω τι θα γίνει αν αυτή σπάσει.
Προς τα πού θα κατρακυλήσει αυτό το πράγμα, που σήμερα λέμε ανθρωπότητα.

Ένας Άνθρωπος... δε θα επέτρεπε ποτέ αυτές τις -ξεδιάντροπες και χυδαίες και οι δύο- εικόνες, στον δικό του κόσμο. Το μέλλον του Ανθρώπου θα είναι λαμπρό.
Η εποχή του Ανθρώπου, δεν βρίσκεται εδώ.

Σίγουρα ζούμε σε μια μεταβατική εποχή. Εμείς οι ίδιοι αποτελούμε αυτή τη μεταβατική εποχή, για έναν κόσμο που θά'ρθει μετά από εμάς... Τη ζωή την ίδια που θα συνεχίσει κανονικά και χωρίς εμάς. Δεν είμαστε τίποτε άλλο από απλοί «μαντατοφόροι».
(...)
Εύχομαι το «καινούριο», να μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην εποχή του Ανθρώπου.
Εκεί που η ψυχή γίνεται λυτρωτής κι όχι δεσμώτης.
Εκεί που το χαμόγελο, γίνεται νους και φεύγει.

Wednesday, January 22, 2014

Για μια ολόκληρη ζωή

Γιάντα δεντρό μου έκαμες κλώνους που δέν ανθούνε..
            .. κι εδά τσι βλέπουν τα πουλιά, κι αλλάργο ντως πετούνε


_______________________________________
εδά = τώρα
αλλάργο = μακριά

Monday, January 20, 2014

Αυτή η χώρα είναι δική μας !! This land is ours !!

|| Nazim Hikmet 1902-1963 ||


Η χώρα αυτή π' ορμά απ' την Ασία με καλπασμό
και που προβάλλει
τ' ώριο κεφάλι
σαν το πουλάρι
γεμάτο χάρη
προς της Μεσόγειος το νερό
η χώρ' αυτή είναι δική μας
με ματωμένους τους καρπούς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.

Σα μεταξένιο τούτη η γη μας
είναι χαλί μας
τούτη η γη μας
η κόλασή μας
τούτ' η παράδεισο
είναι δική μας.

Η θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά 'ναι δική μας
παντοτινά
να ζούμε λεύτεροι σα δέντρα
σα τα δεντρά του ίδιου δάσου
αδερφωμένα
αγκαλιαστά.

(Ελεύθερη απόδοση από τον Γιάννη Ρίτσο)


Davet
Dörtnala gelip Uzak Asya’dan
Akdenize bir kısrak başı gibi uzanan
Bu memleket bizim!
Bilekler kan içinde, dişler kenetli
ayaklar çıplak
Ve ipek bir halıya benzeyen toprak
Bu cehennem, bu cennet bizim!
Kapansın el kapıları bir daha açılmasın
yok edin insanın insana kulluğunu
Bu davet bizim!
Yaşamak bir ağaç gibi tek ve hür
Ve bir orman gibi kardeşçesine
Bu hasret bizim!

Illusions

Galloping from Far Asia and jutting out
into the Mediterranean like a mare’s head
this country is ours.
Wrists in blood, teeth clenched, feet bare
and this soil spreading like a silk carpet,
this hell, this paradise is ours.
Shut the gates of plutocracy, don’t let them open again,
annihilate man’s servitude to man,
this invitation is ours..
To live like a tree single and at liberty
and brotherly like the trees of a forest,
this yearning is ours!

(Translation by Fuat Engin)