Wednesday, October 30, 2024

Χαρακιά


 

Σήμερα μου συνέβη μια ιστορία, απ'αυτές που θυμάσαι όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είχα ανέβει στ' Ανώγεια [για όσους δεν ξέρουν] ένα απ'τα -πολλά- χωριά της Κρήτης που μαρτύρησαν από τις θηριωδίες των Ναζί πριν από 80 περίπου χρόνια· βάφτιζε η ξαδέρφη μου την κόρη της.

 

Ο καιρός μουντός, συννεφιασμένος, θά'λεγες φθινοπωρινός. Η πλατεία σχεδόν άδεια, και λίγα γερόντια καθισμένα στα γύρω καφενεία, χάζευαν τους «ξενομπάτηδες» που ήρθαν να χαλάσουν τη βολή τους. Οι καλεσμένοι, λίγοι κι αυτοί είχαν στριμωχτεί με μάσκες μέσα στο ξωκκλήσι.

 

Επειδή δεν τά'χω καλά με τα «μυστήρια», είχα αφήσει τους «μεγάλους», τα κεριά και τις εικόνες· είχα βρει ένα πεζούλι στα σκαλιά κι έκανα το χάζι ντως. Για συντροφιά, έκαμα να στρίψω και ν'ανάψω ένα τσιγάρο. Έκατσα σταυροπόδι, άνοιξα το τσαντάκι, κι έβγαλα την πραμάθεια μου.

 

Πάνω πού'χα τελειώσει με μαεστρία το τύλιγμα και το «σάλιωνα», ένα χέρι μού'γγιξε στον ώμο άγαρμπα και μια τραχιά, χωριάτικη φωνή μου είπε: «Μρε ντελικανή, να μου σάσεις και μένα ένα»; «Να σου σάσω -του λέω- κάτσε». Σηκώνω το κεφάλι και θωρώ· ένα «γερόντι» τση πλατείας.

 

Έκατσε δίπλα μου, σκυφτός, μαυριδερός, μ'ένα παχύγκριζο μουστάκι. Τα ρούχα μαύρα και παλιά, και τα στιβάνια σκονισμένα. Τα χέρια του, το πρόσωπο, ήτανε τόσο ρυτιδιασμένα που νόμιζες ότι τον έχει «χαρακώσει» ο χρόνος, η ζωή κι οι κακουχίες. Γυρνά, και με ρωτά· «Έτοιμο»;

 

Του δίνω το τσιγάρο και βγάζω απ'τη τσέπη τη φωθιά. Ανάβω πρώτα το δικό του -με προσοχή να μην του «λαμπαδιάσω» το μουστάκι σαν την αστιβίδα- κι ύστερα ανάβω το δικό μου. Δε λέει πράμα, και τραβά δυο τζούρες ίσαμε τσι πατούχες. Αφού ξεφυσά, μου λέει: «Στσι χαρές σου».

 

«Νά'σαι καλά» του λέω, και συνεχίσαμε τα τσιγάρα μας. Δε μιλούσαμε για λίγο, σαν κάτι φιλαράκια που κάνουν μαζί μια διαολιά και διασκεδάζουν. Εγώ συνέχισα να τον παρατηρώ κι εκείνος το κατάλαβε. Ήθελε όμως ακόμα κάνα δυο τζούρες πριν μ'αποτελειώσει για το «ανήσυχό» μου βλέμμα.

 

«Μρε συ, πώς σε λένε;» με ρωτά κάποια στιγμή χωρίς να με κοιτάξει. 

«Κωστή» του λέω. 

«Κι είσαι παντρεμένος Κωσταντή γή μοναχός»; 

«Αμοναχός» ψελλίζω. 

«Χμμμ» μου λέει και με κοιτά τούτη τη φορά: 

«Κι ήντα περιμένεις; Ο χρόνος γλακά σαν το λαγό στα όρη». Χαμογέλασα διακριτικά.

«Πόσο χρονώ είσαι»; ρωτά με 

«44». 

«Τα 40» μου λέει «είναι τα γηραθιά τση νιότης». 

«Και μετά;» του λέω.. «εκεί στα 50, 60»; 

«Μετά» μου λέει.. «μετά αρχίζει η νιότη τω γηραθιώ»

 

Πέταξε τη γόπα κάτω, την πάτησε με το στιβάνι κι έφυγε πάλι για τον καφενέ.. 

 

Μ'άφησε μ'αυτή τη σκέψη..