Monday, July 20, 2009

Η γαρδένια του δάσους

Το αγόρι στάθηκε. Έστησε το αυτί του και περίμενε. Ώρες ολόκληρες προσπαθούσε να αφουγκραστεί. "Αγέρα θα σ'ακούσω" μονολογούσε και κοίταζε ψηλά.

Έκλεισε την πόρτα κι έφυγε...Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του μια μέρα. Από μικρός του άρεσε να φεύγει από το σπίτι. Τό'βαζε σκοπό και χάραζε δρομάκια μές στο δάσος. Κάτι τον τρόμαζε να λέει "μονοπάτια".
"Τα μονοπάτια δέν γυρίζουν πίσω", έλεγε και το βλέμμα του κυρίευε το δέος.
Εκείνη την ημέρα όμως ήταν ήδη μακριά. Πόσο θα ήθελε να νιώσει τα τρυφερά χέρια της μάνας του απάνω στις πληγές του. Ακόμα και το ξύλο που έτρωγε συχνά-πυκνά θα ήταν τώρα βάλσαμο στα δυο γυμνά του πόδια. "Πάλι έφυγες χωρίς σαντάλια! Δέν λυπάσαι τον αγώνα του πατέρα σου που λείπει όλη μέρα;;!" ήταν το μόνιμο παράπονο, που προμήνυε και ξύλο και μπελάδες. Όσο αυστηρή όμως κι αν ήταν, άλλο τόσο μάνα και πονόψυχη γινόταν. "Πήγαινε τώρα να πλυθείς κι έλα να σου βγάλω τις αγκάθες απ'τα πόδια!". Πόσο του έλειψαν τα πειράγματα του αδερφού του. "Εσύ μεγάλε..ή τά'χεις μεγάλα, ή θα χύσεις την καρδάρα με το γάλα!" τού'λεγε ο μικρός και τα μάτια του γελούσαν με αγάπη. Πόσο ήθελε να δεί το χαμόγελο και να νιώσει το χάδι του πατέρα. Μα αυτό ήταν λίγο αφού έκανε και μέρες να γυρίσει απ'τη δουλειά· τώρα το αγόρι θα περίμενε ακόμα ξύπνιο στον οντά, μέχρι ν'ακούσει τα βαριά του βήματα στο τσάκισμα των φύλλων, να βγαίνουν μέσα απ'το δάσος. Ήξερε όμως ότι ήταν ήδη μακριά.

"Αυτό δέν είναι δρομάκι" είπε κι η μοναξιά σάν ύαινα του δάγκωσε τον σβέρκο.

Κοίταξε γύρω γρήγορα, κι είχε νυχτώσει ήδη. Μάζεψε πλατανόφυλλα και φτέρες σκορπισμένες, κι ένα κρεβάτι έφτιαξε να ξαποστάσει λίγο. Ξάπλωσε και οι σκέψεις του γυρίσαν στα δρομάκια, μα το κορμί του έμεινε σ'άγνωστα μονοπάτια...

"Θέλω να κοιμηθώ.." ψιθύρισε φοβισμένα αλλά δέν τον άκουσε κανείς. Ούτε η θέλησή του.


(...)


"τι άρωμα είναι αυτό; Θέ μου ονειρεύομαι γή είν' αληθινό;"
Το αγόρι ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω τρομαγμένα. Ποτέ δέν είχε φτάσει τόσο μακριά. Πόσο μεγάλο ήταν το δάσος αλήθεια! Τα δέντρα κοσκίνιζαν τον ήλιο απαλά, κι οι ηλιαχτίδες έπεφταν σά φύλλα φθινοπώρου.. Τι μεθυστικό άρωμα το είχε ξυπνήσει εκείνο το πρωί..
Τίναξε τα χέρια πού'χαν γίνει ένα με την γή, χάιδεψε το ηλιοκαμμένο δέρμα του για μιά στιγμή και στάθηκε. Το θρόισμα των φύλλων γέμιζε την καρδιά του,με γέλια, πόνους και χαρές και γεύσεις απ'το σπίτι. "Πεινάω μάνα εδώ που είμαι..Τώρα καταλαβαίνω γιατί με μάλωνες όταν μπουκιά δέν έτρωγα απ'το μαγειρευτό σου. Τώρα θυμάμαι την (γλυκο)πικρή γεύση από τις ρίζες και τους βολβούς, το στυφό στέγνωμα της γλώσσας απ'τα χόρτα και τους τραγανούς αμανίτους κι όλα αυτά μου λείπουν" σκέφτηκε .. Η πείνα στην άδεια του κοιλιά γρύλισε σά λύκος και το μουγκρητό της εσίγανε το δάσος. Κι όμως ήταν τ'αγόρι σίγουρο ότι δέν ξύπνησε από στέρηση εκείνο το πρωί. "Τι άρωμα είναι αυτό" μονολόγησε και μια αύρα χάιδεψε μια τούφα απ'τα μαλλιά του. Είχε ξημερώσει, κόντευε μεσημέρι μα δέν το ένοιαζε καθόλου που ήταν νηστικό. Η ηλιόλουστη μέρα τού'δινε πίσω χρώματα κι εικόνες που η μαύρη κι αφιλόξενη νύχτα τού'χε στερήσει λίγες ώρες πριν. Τα σκασμένα του δάχτυλα γαντζώθηκαν στην χαραμάδα ενός βράχου, χαμήλωσε το κεφάλι του και κοίταξε. Είχε δεί μιά χούφτα από κυκλάμινα στην άκρη ριζωμένα. Από κάτω η πέτρα μάζευε στάλα-στάλα την δροσιά σ'ένα μικρό κουφάρι. Δυό τρεις αχτίδες ξέφυγαν απ'τα πυκνά κλαδιά και πέσαν στο νερό. Έσκυψε και το 'πιε με λαχτάρα, κι όταν τελείωσε είδε το κυκλάμινο να του χαμογελάει. Σηκώθηκε και με βήμα ανήσυχο χάθηκε μές στο δάσος.


(...)

Είχε βαλθεί να ψάξει και να βρεί αυτό το άρωμα που του χάλασε τόσο γλυκά τον ύπνο. Πόσο βαθιά είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ.. Τα κοφτερά βράχια όμως είχαν σκίσει τα ξυπόλητά του πόδια και το αίμα δέν σταμάταγε να τρέχει. Ακούμπησε σε μιά μεριά και σήκωσε τα πόδια. Είχε πληγές απάνω στις πληγές, και τώρα το αίμα ήταν μαύρο. Έσφιξε τα δάχτυλα του ποδιού του και δυο σταγόνες κύλησαν μέσα στ'ακράνυχά του. Δέν μπορούσε άλλο. Έπρεπε να βρεί νερό για να τα πλύνει, και να τα δέσει κάπως. "Πρέπει να βρώ ρυάκι" είπε και η μορφή του άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει μες στα δέντρα.


(...)


"Κυλούμενο νερό", αφουγκράστηκε κι ένα μικρό μειδίαμα χαράκωσε τα χείλη. "Όπου νερό, ζωή!" σκέφτηκε και το βλέμμα του μαλάκωσε, γαλήνεψε, ενώ ο νούς του προσπαθούσε να ξεχωρίσει το πάφλασμα του νερού απ'τις φωνές του δάσους. Κατηφόρισε γρήγορα σά να μήν είχε πληγωθεί ποτέ στα δυο του πόδια..Όταν σταμάτησε αντικρυσε κάτι το εκθαμβωτικό: λουλούδια, χρώματα, και γάργαρα νερά, όλα μαζί συνέθεταν ένα γλυκό τοπίο. Οι λίγες ηλιαχτίδες που γλίτωναν απ'τα κλαδιά των δέντρων, ταξίδευαν αργά κι έπεφταν στο νερό που καθρέφτιζε τον κόσμο τον απάνω.





( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )

No comments: